- ἀγευστία
- ἀγευστία, ἡ,A fasting, Sch.Ar.Nu.621.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
αγευστία — ἀγευστία, η [Μ] [ἄγευστος] αποχή από το φαγητό, νηστεία … Dictionary of Greek
ἀγευστίαν — ἀγευστίᾱν , ἀγευστία fasting fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άγευστος — η, ο (Α ἄγευστος, ον) 1. αυτός που δεν έχει γεύση 2. αυτός που δεν έχει ωραία γεύση, ανούσιος, άνοστος 3. αυτός που δεν δοκίμασε, που δεν γνώρισε κάτι, άπειρος, ανίδεος αρχ. 1. αυτός που δεν γεύεται ή δεν γεύτηκε κάτι 2. νηστικός 3. αυτός που δεν … Dictionary of Greek
ageustia — ‖ ageustia Med. (əˈgjuːstɪə) [Gr. ἀγευστία, f. ἄγευστος not tasting; f. ἀ not + γευστός vbl. adj., f. γεύειν to taste.] Loss of the sense of taste. in Mayne Exp. Lex … Useful english dictionary